- οκτάωρος
- και οχτάωρος, -η, -ο1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωροτο χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.